- βορβόρωσις
- βορβόρ-ωσις, εως, ἡ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βορβόρωσις — βορβόρωσις, η (AM) μσν. το βρόμισμα με βόρβορο αρχ. ο βορβορυγμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. βορβόρωσις λόγω της σημασίας του συνδέεται με το βορβορύζω*, ενώ παραγωγικώς συνδέεται με το ρ. βορβορῶ ( όω) («λερώνω με βόρβορο, βρομίζω»). Εξάλλου το μσν.… … Dictionary of Greek
βόρβορος — ο (AM βόρβορος) βρομερή λάσπη, βούρκος μσν. νεοελλ. ηθική ακαθαρσία, διαφθορά αρχ. κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για κληρονομημένη λ., τότε μπορεί να συσχετιστεί με τα… … Dictionary of Greek
βορβορώσεως — βορβορώσεω̆ς , βορβόρωσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)